Για να επιβληθεί φορολογία στο
εισόδημα ενός νομικού προσώπου ή μίας νομικής οντότητας πρέπει να προσδιοριστεί
το στοιχείο εκείνο που λαμβάνεται υπόψη ώστε να καταστεί το εκάστοτε πρόσωπο ή
οντότητα υποκείμενο φόρου βάσει της φορολογικής νομοθεσίας συγκεκριμένου κράτους.
Στο
άρθρο 3 του ελληνικού Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζονται τα υποκείμενα του
φόρου στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης. Ειδικότερα, στο πρώτο εδάφιο της
πρώτης παραγράφου προβλέπεται ότι: « Ο
φορολογούμενος που έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε
φόρο για το φορολογητέο εισόδημά του που προκύπτει στην ημεδαπή και την
αλλοδαπή, ήτοι για το παγκόσμιο εισόδημά του που αποκτάται μέσα σε ορισμένο
φορολογικό έτος». Έτσι, είναι σαφές ότι βασικό κριτήριο για να φορολογηθεί
ορισμένο πρόσωπο -φυσικό ή νομικό- βάσει των ισχυόντων ελληνικών φορολογικών
διατάξεων είναι η φορολογική του κατοικία.
Στη
συνέχεια, στο άρθρο 4 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα παρατίθενται τα τρία κριτήρια για
να θεωρηθεί ένα νομικό πρόσωπο ή μία νομική οντότητα φορολογικός κάτοικος
Ελλάδας. Συγκεκριμένα, τα κριτήρια αυτά είναι ο τόπος σύστασης ή ίδρυσης του
νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, η καταστατική έδρα και ο τόπος
άσκησης της πραγματικής διοίκησης. Σαφώς, αξίζει να διευκρινιστεί ότι η
καταστατική έδρα συνήθως συμπίπτει με τον τόπο σύστασης ή ίδρυσης του νομικού
προσώπου, χωρίς, βέβαια, αυτό να αποτελεί έναν απαρέγκλιτο κανόνα. Ακόμα, δεν
αμφισβητείται ότι ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησης ως κριτήριο για τον
προσδιορισμό της φορολογικής κατοικίας αποκτά διεθνώς ολοένα και μεγαλύτερη
σημασία. Μάλιστα, σημαντικός αριθμός κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει
ενσωματώσει το κριτήριο αυτό στη νομοθεσία του.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να
διασαφηνίσουμε πότε ένα νομικό πρόσωπο ή οντότητα θεωρείται φορολογικός
κάτοικος Ελλάδας. Δεδομένου ότι για τα εν λόγω υποκείμενα του φόρου
υιοθετούνται οι γενικές αρχές για την επιβολή του φόρου βάσει της αρχής του
τόπου άσκησης της πραγματικής φορολογικής διοίκησης, η τελευταία κρίνεται με
βάση τα πραγματική περιστατικά και τις συνθήκες της εκάστοτε περίπτωσης.
Ακόμα, υπογραμμίζεται ότι τα κριτήρια για
να προσδιοριστεί ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησης έχουν διαμορφωθεί
νομολογιακά και ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 4
του Κ.Φ.Ε. παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη,
χωρίς, βέβαια, να αποκλείεται η συνεκτίμηση πρόσθετων κριτηρίων. Τα βασικότερα
εκ των κριτηρίων αυτών είναι o τόπος άσκησης της καθημερινής διοίκησης, ο τόπος λήψης στρατηγικών
αποφάσεων, ο τόπος συνεδρίασης της ετήσιας γενικής συνέλευσης των μετόχων ή των
εταίρων, ο τόπος τήρησης βιβλίων και στοιχείων και ο τόπος συνεδριάσεων του
διοικητικού οργάνου της εταιρείας. Μάλιστα, πρόσθετο κριτήριο δυνάμενο να συνεκτιμηθεί
από κοινού με τα ανωτέρω κριτήρια είναι η κατοικία της πλειοψηφίας των εταίρων
ή μετόχων. Τα απαριθμούμενα ανωτέρω, λοιπόν, κριτήρια, προκύπτοντα από τη
νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης αλλά και των εθνικών δικαστηρίων,
αποδεικνύονται καθοριστικής σημασίας για τον εντοπισμό του τόπου άσκησης της
πραγματικής διοίκησης.
Αντιστοίχως με την ελληνική νομοθεσία, στα
πλαίσια του φορολογικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου συναντάται η έννοια: «corporate residence». Η έννοια αυτή χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί εάν ένα νομικό
πρόσωπο ή νομική οντότητα είναι υποκείμενη στη φορολογία του Ηνωμένου
Βασιλείου. Όπως ακριβώς συμβαίνει στα πλαίσια του ελληνικού φορολογικού
συστήματος, έτσι και στα πλαίσια του βρετανικού φορολογικού συστήματος
ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στην εξέταση της νομολογίας ώστε να προσδιοριστεί ο
τόπος της κεντρικής διοίκησης και ελέγχου της επιχείρησης. Διότι βάσει του
τόπου αυτού ανευρίσκεται εάν ένα νομικό πρόσωπο είναι υποκείμενο φόρου στα
πλαίσια του βρετανικού φορολογικού συστήματος. Σαφώς, ο προσδιορισμός αυτός
έχει ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται για ξένα νομικά πρόσωπα, τα οποία
συστήνονται στην επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου. Έτσι, το ενδιαφέρον
επικεντρώνεται στην έννοια του «τόπου της πραγματικής διοίκησης» όταν αναφύονται
ζητήματα εντοπισμού της έδρας του νομικού προσώπου, βάσει της οποίας θα υπαχθεί
στη φορολογία συγκεκριμένου κράτους.
Εξετάζοντας επισταμένα τη φορολογική
νομοθεσία και νομολογία του Ηνωμένου Βασιλείου, υπογραμμίζεται ότι βάσει της Corporation Tax Act 2009 ακολουθείται κατ’αρχήν ο κανόνας του
τόπου σύστασης του νομικού προσώπου. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο κανόνα, ένα
νομικό πρόσωπο είναι φορολογικός κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου εάν έχει
συσταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως, στο ίδιο κεφάλαιο της ίδιας πράξης
τονίζεται ότι ως φορολογικός κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου αντιμετωπίζεται
και το νομικό πρόσωπο το οποίο έχει, βέβαια, συσταθεί σε άλλο κράτος, αλλά ο
τόπος όπου ασκείται η πραγματική του διοίκηση (place of effective management) είναι το Ηνωμένο Βασίλειο.
Εν κατακλείδι, η σπουδαιότητα του
προσδιορισμού της φορολογικής κατοικίας έγκειται στη βασική «συνέπειά» της,
ήτοι στο γεγονός ότι όταν εντοπιστεί σε ορισμένη χώρα η φορολογική κατοικία
ορισμένου προσώπου, η συγκεκριμένη χώρα έχει αρμοδιότητα να επιβάλλει φόρους
στο νομικό πρόσωπο σύμφωνα με το φορολογικό της σύστημα. Για την επίλυση
ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική κατοικία φυσικών και νομικών
προσώπων απευθυνθείτε στους Συμβούλους της ADVANCED CONSULTANTS A.E. Οι έμπειροι συνεργάτες μας θα σας παρέχουν
έγκυρη και έγκαιρη πληροφόρηση και κατευθυντήριες οδηγίες για το φορολογικό
θέμα που σας απασχολεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου