
Προτού
επικεντρωθούμε στο φορολογικό σύστημα της Γερμανίας αξίζει να αναφερθούμε στις
λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στον οικονομικό φιλελευθερισμό της και τον κρατικό
παρεμβατισμό. Ειδικότερα, το οικονομικό σύστημα της Γερμανίας προωθεί τον
οικονομικό φιλελευθερισμό στηριζόμενο στους αυτοδιορθωτικούς κανόνες της
ελεύθερης αγοράς ενώ ταυτόχρονα σπεύδει να εξαλείψει τις όποιες οικονομικές
ατασθαλίες του συστήματος με τους άριστα σχεδιασμένους κανόνες που νομιμοποιούν
και δικαιολογούν τον κρατικό παρεμβατισμό. Επίσης, η οικονομία της Γερμανίας βασίζεται
κυρίως στον βιομηχανικό τομέα και στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Ενώ μεγάλες
εκτάσεις της χώρας καταλαμβάνονται από αγροτικές καλλιέργειες, μόνο το 3% του
πληθυσμού ασχολείται με τον τομέα αυτό, λόγω της μηχανοποίησης των
καλλιεργειών. Ως εκ τούτου, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε για το οικονομικό
σύστημα της Γερμανίας είναι ότι πρόκειται για μία φιλελεύθερη αγορά, όπου η
ιδιωτική αυτονομία υποχωρεί μπροστά στον κρατικό παρεμβατισμό όταν αυτό είναι
αναγκαίο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Έπειτα από τη σύντομη αναφορά στην
οικονομική διάρθρωση της χώρας αξίζει να στραφούμε στη φορολογικό κλίμα της
αναφορικά με της εταιρείες. Καταρχάς, υπογραμμίζεται ότι η Γερμανία δεν έχει
ένα ενιαίο δείκτη φόρου για τις εταιρείες σε όλη την επικράτειά της. Υπολογιζόμενος
στη βάση των επιμέρους ομόσπονδων κρατιδίων, ο μέσος δείκτης φορολογίας των
εταιρειών είναι ελάχιστα μικρότερος από 30% ενώ μερικά κρατίδια προβλέπουν
σημαντικά μικρότερους συντελεστές φορολογίας.
Αναφερόμενοι στα στοιχεία που συνθέτουν
τη γερμανική φορολογική πολιτική επί των εταιρειών, οι εταιρείες φορολογούνται
σε δύο επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο, εταιρικοί τύποι όπως η εταιρεία περιορισμένης
ευθύνης φορολογούνται στη βάση του εταιρικού εισοδήματος ενώ οι ενώσεις
προσώπων φορολογούνται στη βάση του ατομικού εισοδήματος. Τόσο ο φόρος
εισοδήματος εταιρειών όσο και ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων επιβάλλονται
από την ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Σε δεύτερο επίπεδο, σε όλες τις επαγγελματικές
δραστηριότητες των κεφαλαιουχικών και των προσωπικών εταιρειών επιβάλλεται
φόρος από τα ομόσπονδα κρατίδια.
Επικεντρώνοντας τώρα την προσοχή μας
στους φορολογικούς νόμους που αφορούν σε κεφαλαιουχικές εταιρείες –ας επιτραπεί
η χρήση της συγκεκριμένης ορολογίας χάριν βέλτιστης κατανόησης της φορολογικής
αντιμετώπισης των νομικών μορφών στις οποίες αναφερόμαστε-, τονίζεται ότι οι
τελευταίες φορολογούνται με δείκτη φόρου εταιρικού εισοδήματος ύψους 15% επί
του φορολογητέου εισοδήματος, ανεξάρτητα από το εάν το εισόδημα παραμένει στην
εταιρεία ή διανέμεται στους εταίρους. Λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψη της εισφοράς
αλληλεγύης ύψους 5,5%, ο αποτελεσματικός δείκτης φόρου εταιρειών ανέρχεται στο
15,825%. Στη συνέχεια, εάν τα κέρδη διανεμηθούν στους εταίρους, οι τελευταίοι
πρέπει να καταβάλουν φόρο εισοδήματος για αυτά.
Βάσει των ανωτέρω, η επιβάρυνση φόρου
επί των διανεμόμενων κερδών διαμορφώνεται ως ακολούθως: Επί του συνόλου του
φορολογητέρου εισοδήματος της εταιρείας (100%) αφαιρείται το 15,8% ως φόρος
εταιρικού εισοδήματος και εισφορά αλληλλεγγύης καθώς και το 17.2% ως φόρος επί
των διανεμημένων κερδών. Ως εκ τούτου, το εισόδημα που απομένει μετά την
αφαίρεση των φορολογιών επιβαρύνσεων ανέρχεται στο 67% του αρχικού εισοδήματος.
Πέραν αυτής της ευσύνοπτης περιγραφής
του φορολογικού περιβάλλοντος της Γερμανίας είναι αδιαμφισβήτητο ότι το
φορολογικό της σύστημα είναι περίπλοκο. Επιπροσθέτως, ο κύριος συντελεστής
φόρου προστιθέμενης αξίας σταθεροποιείται στο 19%, δηλαδή, μόλις κάτω από το
μέσο όρο του δείκτη φόρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εντούτοις, φόρος ποσοστού 7%
επιβάλλεται σε ορισμένα βασικά καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, όπως είναι τα
βασικά είδη διατροφής και η διαμονή ενώ παράλληλα υπηρεσίες όπως οι τραπεζικές
και οι υπηρεσίες υγείας δεν επιβαρύνονται με Φ.Π.Α.
