Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Σύγκριση φορολογικού συστήματος Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου σε μία εποχή παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

Οι δικαιικές επιλογές της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς τις θεμελιώδεις φορολογικές αρχές και τη φορολογία εισοδήματος νομικών οντοτήτων και ιδίως εταιρειών παρουσιάζει ορισμένες εύλογες ομοιότητες καθώς και συγκεκριμένες αξιοσημείωτες διαφορές. Ειδικότερα, οι βασικοί γνώμονες που θέτουν τα θεμέλια διαμόρφωσης των ως άνω επιλογών είναι δύο. Αφενός, οι νομοθετικές φορολογικές επιλογές γίνονται στη βάση της κυριαρχικής εξουσίας του καθενός εκ των δύο αυτών κρατών να ορίζουν τον τρόπο άμεσης φορολόγησης των υπαγόμενων στη δικαιοδοσία τους προσώπων, βάσει των πολιτικών τους προτεραιοτήτων και των οικονομικών τους αναγκών. Αφετέρου, ο πολλαπλασιασμός των διεθνών συναλλαγών, η διάπλαση της εσωτερικής ενωσιακής αγοράς καθώς και η παγκόσμια διάσταση των φαινομένων φορολογικών στρεβλώσεων απαιτεί τη συντονισμένη δράση κρατών –μελών ή μη της Ένωσης-. Στα πλαίσια αυτά, για την επίλυση κομβικών προβλημάτων φορολογικού ενδιαφέροντος τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξη προωθούν πολιτικές και επιβάλλουν δικαιικές επιλογές αντίστοιχα, περιορίζοντας την απόλυτη κυριαρχική εξουσία των κρατών στο θέμα της φορολογίας εισοδήματος νομικών οντοτήτων.
            Οι ως άνω άξονες οδηγούν σε μία αμοιβαία αλληλεπίδραση ανάμεσα στην εθνική και ενωσιακή νομοθεσία. Αναλυτικότερα, το φορολογικό σύστημα κάθε χώρας, αποτελώντας αντανάκλαση της οικονομικής και κοινωνικής του πολιτικής, διαμορφώνεται υπό την επίδραση των πολιτικών προτεραιοτήτων κάθε κράτους αλλά και υπό την πίεση των κοινωνικών αντιδράσεων. Έτσι, όχι μόνο η Ένωση επιβάλλει στα κράτη μέλη της την υιοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων και δικαιικών επιλογών στη φορολογική νομοθεσία τους αλλά ταυτόχρονα τα κράτη μέλη και οι πολίτες της Ένωσης ασκούν πιέσεις για την εφαρμογή ορισμένου ευνοϊκού φορολογικού συστήματος, που θα λαμβάνει υπόψη του τις κοινωνικές συνθήκες του τόπου όπου δραστηριοποιούνται οι πολίτες αυτοί.
            Εξάλλου, βασικό κριτήριο για να αποβεί αποτελεσματικό ορισμένο φορολογικό σύστημα είναι να είναι λογικό και δίκαιο έτσι ώστε τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα να πείθονται για την πληρωμή των φόρων και την αποφυγή φαινομένων φοροαποφυγής ή φοροδιαφυγής,  Για το λόγο αυτό, τα κράτη μέλη αφουγκραζόμενα τις επιταγές της κοινωνίας τους για φορολογικές πολιτικές συγκεκριμένων κατευθύνσεων «προβαίνουν σε ένα δημιουργικό διάλογο» με τον ενωσιακό Νομοθέτη έτσι όχι μόνο να επιτυγχάνονται η καταπολέμηση των θεμάτων φορολογικών στρεβλώσεων και να επιτυγχάνεται η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού φορολογικού ενωσιακού συστήματος αλλά ταυτόχρονα το σύστημα αυτό να μην «απορρίπτεται» εν τέλει από τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα.
            Περνώντας τώρα στις ομοιότητες των φορολογικών συστημάτων των δύο κρατών μελών της Ένωσης, παρατηρείται ότι τα τελευταία έχουν υιοθετήσει ορισμένη κοινή φορολογική πολιτική. Ειδικότερα, στη βάση των αρχών της φορολογικής ισότητας και της φορολογικής δικαιοσύνης, επιλέγουν το σύστημα της κλιμακωτής φορολόγησης απορρίπτοντας το άκαμπτο σύστημα του ενιαίου φορολογικού συντελεστή ανεξαρτήτως ποσού εταιρικού εισοδήματος. Ταυτόχρονα, σεβόμενα την αρχή της νομιμότητας του φόρου επιβάλλουν φορολογία εισοδήματος με τυπικούς νόμους θεσπισμένους από το Κοινοβούλιο. Παράλληλα, υπό την επίδραση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και του συγκριτικού δικαίου διαμορφώθηκε η έννοια της φορολογικής κατοικίας με συγκεκριμένα κριτήρια που απαντώνται στις νομοθεσίες και των δύο κρατών. Με την δικαιική αυτή επιλογή η συνεργασία των δύο κρατών σε θέματα αποφυγής διπλής φορολογίας των υποκειμένων στο φόρο προσώπων που δραστηριοποιούνται και στα δύο κράτη ευοδώνεται αποτελεσματικά, πάντα υπό το πρίσμα της ενωσιακής ολοκλήρωσης και της επιτυχούς διαμόρφωσης της Εσωτερικής Αγοράς.
Παράλληλα, κατ’ουσία, η φορολογητέα ύλη που επιλέγουν να ορίσουν τα δύο κράτη είναι η ίδια. Πρόκειται για τα φορολογικά και όχι τα λογιστικά κέρδη που προκύπτουν από την εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα κάθε προσώπου. Άλλωστε, δεδομένου ότι οι ενώσεις με οικονομική δραστηριότητα λαμβάνουν συνεχώς διαφορετικές μορφές, τα εθνικά αυτά κράτη -υπό την καταλυτική επίδραση των επιταγών των ενωσιακών πολιτικών- υιοθετούν στην νομοθεσία τους την έννοια «νομική οντότητα» και όχι μόνο την έννοια «νομικό πρόσωπο». Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η φορολογία εισοδήματος των ενώσεων με οικονομική δραστηριότητα που ακόμα και αν δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα κατά το δίκαιο του ενός ή του άλλου κράτους αποκομίζουν κέρδη φορολογητέα με την νομοθεσία περί εταιρικού εισοδήματος.
Άλλωστε, η προβληματική περί φορολόγησης των νομικών οντοτήτων συνδέεται άρρηκτα με την προβληματική περί αναγνώρισης των νομικών προσώπων. Στα πλαίσια του φορολογικού δικαίου, υιοθετείται μία ευέλικτη λύση υποδεικνυόμενη από το σύστημα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου προκειμένου να μην καταστρατηγείται η εθνική φορολογική νομοθεσία των δύο προαναφερθέντων εθνικών κρατών με βάση το ζήτημα εάν ορισμένο πρόσωπο διαθέτει νομική προσωπικότητα ή όχι. Εν τέλει, βασικός στόχος της ένταξης του όρου αυτού στην ελληνική και βρετανική νομοθεσία είναι η φορολογητέα ύλη να διαλαμβάνεται με τον κατάλληλο τρόπο και η φορολόγηση των επιχειρηματικών ενώσεων να γίνεται με τρόπο αποτελεσματικό και δίκαιο.
Επιπροσθέτως, οι νομοθετικές μεταβολές στη νομοθεσία της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου επέβαλαν τη φορολόγηση των κερδών των νομικών προσώπων σε ετήσια βάση. Με άλλα λόγια, οι νομικές οντότητες δύνανται να επιλέξουν ως χρήση για τη σύνταξη των οικονομικών τους καταστάσεων διάστημα δώδεκα μηνών και όχι μεγαλύτερο. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο φορολογικός έλεγχος των νομικών οντοτήτων με βάση οικονομικές καταστάσεις συγκεκριμένου εύλογου χρονικού διαστήματος και όχι ενός ευρύτερου χρονικού πλαισίου, κατά το οποίο επέρχονταν συχνά νομοθετικές αλλαγές.
Επιπροσθέτως, αναφορικά με τα ζητήματα των φορολογικών στρεβλώσεων τα κράτη μέλη έσπευσαν να ενσωματώσουν στο εθνικό τους δίκαιο την Οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011 αναφορικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας. Με τον τρόπο αυτό, τα κράτη μέλη συνεργάζονται για τη διαμόρφωση ενός χώρου δικαιοσύνης και ασφάλειας όπου τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα θα αναπτύσσουν την επιχειρηματικής τους δράση αναλαμβάνοντας τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Έτσι, έπειτα από την υιοθέτηση της συγκεκριμένης Οδηγίας, το ζήτημα των ενδοομιλικών συναλλαγών αντιμετωπίζεται με τρόπο κοινό και από τα δύο κράτη με αποτέλεσμα αφενός την αποφυγή διπλής φορολόγησης και αφετέρου την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και της φοροαποφυγής, ήτοι δύο παγκόσμιων προβλημάτων.
Έπειτα από όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι οι δύο χώρες υιοθετούν έναν όμοιο –κατά τους βασικούς άξονές του- τρόπο φορολόγησης των νομικών οντοτήτων που δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους. Οι ομοιότητες αυτές δικαιολογούνται από το γεγονός ότι τα δύο κράτη είναι μέλη της Ένωσης, ήτοι ορισμένης έννομης τάξης, καθώς και από τις δικαιικές προτεραιότητες που θέτουν, ήτοι την επίτευξη της ασφάλειας δικαίου και της φορολογικής δικαιοσύνης. Εξάλλου, η διαμόρφωση όμοιων συστημάτων φορολόγησης συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση για την ενίσχυση των διεθνών συναλλαγών και ιδίως των συναλλαγών εντός του ενωσιακού χώρου. Ως εκ τούτου, οι δικαιικές προτεραιότητες και οι ενωσιακές πολιτικές επιδράσεις καθιστούν εύλογες -αν όχι αναμενόμενες- τις ομοιότητες ανάμεσα στη νομοθεσία των δύο κρατών περί φορολόγησης του εισοδήματος νομικών προσώπων.
Σαφώς, τα φορολογικά συστήματα δύο κρατών όπου επικρατούν διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες, δεν θα μπορούσαν να μην παρουσιάζουν διαφορές. Οι διαφορές αυτές εντοπίζονται κυρίως στο ύψος του επιβαλλόμενου φόρου. Ειδικότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο επιλέγει έναν πιο χαμηλό συντελεστή φορολόγησης του εταιρικού εισοδήματος ενώ ταυτόχρονα προβλέπει φοροαπαλλαγές για τις εξωχώριες νομικές οντότητες που αναπτύσσουν οικονομική δράση στο εδαφός του. Η επιλογή αυτή αντανακλά την πολιτική προτεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου για προσέλκυση επενδύσεων στο έδαφός του και την αποκόμιση φόρων βάσει όχι μίας εξαντλητικής για τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα νομοθεσίας αλλά βάσει των υψηλότερων κερδών που τα τελευταία εν τέλει θα αποκομίζουν και στη συνέχεια θα φορολογούνται. Με άλλα λόγια, το Ηνωμένο Βασίλειο έπειτα από την αναμόρφωση της φορολογικής του νομοθεσίας το έτος 2009, με την Corporation Tax Act 2009, επιδιώκει την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων στο έδαφός του και κατ’ επέκταση την αποκόμιση υψηλότερων ποσών φόρου.
Από την άλλη μεριά, η Ελλάδα, προβαίνοντας στην ριζική αναμόρφωση της φορολογίας της εν μέσω πολιτικών ανακατατάξεων και οικονομικής κρίσης, υιοθέτησε έναν υψηλότερο δείκτη φόρου προκειμένου να αυξήσει τα δημοσιονομικά της έσοδα. Υπό τις συνθήκες αυτές επέλεξε ως βασικό συντελεστή φόρου τον δείκτη είκοσι έξι τοις εκατό (26%) ενώ περιόρισε τις φοροαπαλλαγές των εγχώριων νομικών οντοτήτων. Φυσικά, προβλέφθηκαν φοροαπαλλαγές για τις ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο έδαφός της ενώ συνάπτοντας πλήθος διμερών συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας επιδιώκει την διεύρυνση των οικονομικών δραστηριοτήτων των δραστηριοποιούμενων στο έδαφός της προσώπων.
Ακόμη, τα δύο κράτη επιλέγουν ως χρονικό ορίζοντα του φορολογικού τους έτους διαφορετική ημερομηνία. Ειδικότερα, ενώ η Ελλάδα ταυτίζει το φορολογικό έτος με το ημερολογιακό έτος, το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω πολιτισμικών αιτιών επιλέγει βέβαια το διάστημα των δώδεκα μηνών ως λογιστική περίοδο, εντούτοις, επιλέγει την περίοδο από 1η Απριλίου έως 31 Μαρτίου ως φορολογικό έτος.
Ταυτόχρονα, στο ζήτημα των ενδοομιλικών συναλλαγών επιλέγονται διαφορετικά ποσοστά συμμετοχής προκειμένου δύο επιχειρήσεις να χαρακτηριστούν ως συνδεδεμένες. Αυτό συμβαίνει λόγω των διαφορετικών οικονομικών συνθηκών και των οικονομικών δυνατοτήτων των νομικών οντοτήτων των δύο κρατών.
Εντούτοις, αυτό που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι αν και οι αριθμητικοί δείκτες των δύο χωρών στα ζητήματα φορολόγησης του εισοδήματος των νομικών οντοτήτων είναι διαφορετικοί, γεγονός που οφείλεται στις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες κάθε κράτους, ουσιαστικά ο τρόπος φορολόγησης και κατ’ επέκταση το φορολογικό σύστημα των δύο χωρών είναι παρεμφερές.
Σαφώς, στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί η σπουδαία επίδραση του συγκριτικού δικαίου ως προς την υιοθέτηση κοινών δικαιικών επιλογών ανάμεσα στα δύο κράτη μέλη της Ένωσης. Πιο αναλυτικά, δεδομένου ότι οι σύγχρονες κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις καθιστούν αναγκαίες τις παγκοσμιοποιημένες συναλλαγές υιοθετήθηκαν κοινές λύσεις φορολόγησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας με στόχο τη διευκόλυνση και την αύξηση των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών. Υπό τις ίδιες συνθήκες, έχουν ληφθεί σε ενωσιακό καθώς και διεθνές επίπεδο μέτρα για την αντιμετώπιση της φορολογικής απάτης.
Φυσικά, οι κοινές αυτές λύσεις δεν οδηγούν εν τέλει στη διαμόρφωση μίας ολοκληρωτικής ενοποιήσεως των φορολογικών δικαίων των κρατών αλλά οδηγούν στην εναρμόνιση τους με τις ενωσιακές πολιτικές προτεραιότητες έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη διαμόρφωση ενός ενιαίου χώρου συναλλαγών και στην μέριμνα για τις κατ’ιδίαν ανάγκες των εθνικών κρατών και των πολιτών τους.
            Συμπερασματικά, τα δύο αυτά φορολογικά συστήματα παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες αλλά και σημαίνουσες διαφορές. Ακριβώς αυτές οι διαφορές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την υιοθέτηση μέτρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και της καταπολέμησης των φορολογικών στρεβλώσεων. Μάλιστα, το Δικαστήριο της Ένωσης με τη νομολογία του περί θεμάτων συμβατότητας των εθνικών επιλογών με τις ενωσιακές αρχές αναμένεται να εντοπίσει τις προαναφερθείσες ισορροπίες ώστε η επιθυμία για οικονομική ανάπτυξη και πολιτική ενοποίηση να μην οδηγήσει σε μία ισοπεδωτική και εξαντλητική για τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα ενοποίηση φορολογικών συστημάτων. Έτσι, ο διάλογος του Δικαστηρίου της Ένωσης με τα εθνικά δικαστήρια αναμένεται να αποβεί καθοριστικός για τη διευθέτηση διφορούμενων θεμάτων του φορολογικού δικαίου.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου